Γράφουν οι Αγγελος Λάμπρου – Αλεξάνδρα Καπλανέρη, Managing Directors/Partners της «Lex Fortis Law Firm»
Με αφορμή τις πρόσφατες ρυθμίσεις στη χώρα μας, σύμφωνα με τις οποίες επιτρέπεται (υπό προϋποθέσεις) και σε μη φαρμακοποιό να έχει φαρμακείο (δείτε άρθρο μας στο newsletter 20.12.2016 για την ΚΥΑ 3627) ανατρέξαμε στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Δείτε λοιπόν, τι ορίζεται στην απόφαση - σταθμό C171/2007 - C 172/2007 για το φλέγον αυτό θέμα.
Επιλέξαμε τα βασικότερα σημεία της απόφασης, με τις λιγότερες δυνατές νομικές εκφράσεις για να μη κουράσουμε τον αναγνώστη. Αξίζει να τα διαβάσετε προσεκτικά, γιατί αποτελούν μια λογική σειρά εξαιρετικών νομικών συλλογισμών με εντονότατο το κοινωνικό στοιχείο, που καταλήγουν σε ένα πολύ ενδιαφέρον "δια ταύτα".
Με τον τρόπο αυτό, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο παρεμβαίνει -όπως οφείλει, άλλωστε- στα σπουδαίας σημασίας θέματα της (δημόσιας και ιδιωτικής) υγείας και της ανάγκης πλήρους προστασίας της.
Σε προδικαστικό λοιπόν θέμα που τέθηκε προς το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο από το Διοικητικό Δικαστήριο του Κρατιδίου του Σαάρ/Γερμανίας (Verwaltungsgericht des Saarlandes) για το αν η εθνική νομοθεσία ενός κράτους-μέλους μπορεί να απαγορεύει σε πρόσωπα που δεν έχουν την ιδιότητα του φαρμακοποιού να διατηρούν και να εκμεταλλεύονται φαρμακείο, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έδωσε τις εξής σαφείς, τεκμηριωμένες αλλά και γενναίες απαντήσεις:
· Tο κοινοτικό δίκαιο δεν θίγει την αρμοδιότητα των κρατών μελών να διαρρυθμίζουν τα συστήματά τους της κοινωνικής ασφαλίσεως και να θεσπίζουν, ειδικότερα, διατάξεις για την οργάνωση υγειονομικών υπηρεσιών, όπως τα φαρμακεία. Εντούτοις, στο πλαίσιο της ασκήσεως αυτής της αρμοδιότητας, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν το κοινοτικό δίκαιο και ειδικότερα τις διατάξεις της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας εγκαταστάσεως. Οι διατάξεις αυτές απαγορεύουν στα κράτη μέλη να εισάγουν ή να διατηρούν σε ισχύ αδικαιολόγητους περιορισμούς στην άσκηση των ελευθεριών αυτών στον τομέα της παροχής υπηρεσιών υγείας.
· Όταν πρόκειται να εξακριβωθεί αν έχει τηρηθεί η υποχρέωση αυτή, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι, μεταξύ των αγαθών ή συμφερόντων που προστατεύει η Συνθήκη, η υγεία και η ζωή των ανθρώπων κατέχουν την πρώτη θέση. Εναπόκειται δε στα κράτη μέλη να καθορίζουν το επίπεδο προστασίας της δημόσιας υγείας που προτίθενται να παρέχουν και τον τρόπο επίτευξης του επιπέδου αυτού.
· Η προστασία της δημοσίας υγείας περιλαμβάνεται μεταξύ των επιτακτικών λόγων γενικού συμφέροντος, οι οποίοι μπορούν να δικαιολογήσουν περιορισμούς στις ελευθερίες που κατοχυρώνει η Συνθήκη, όπως η ελευθερία εγκαταστάσεως. Συγκεκριμένα, οι περιορισμοί στις εν λόγω ελευθερίες δύνανται να δικαιολογηθούν από τον σκοπό που συνίσταται στην εγγύηση του ασφαλούς και με ποιοτικά εχέγγυα εφοδιασμού του πληθυσμού με φάρμακα.
· Συναφώς, όταν υφίστανται αμφιβολίες ως προς τη συνδρομή ή τη σημασία των κινδύνων για την υγεία των ατόμων, πρέπει το κράτος μέλος να μπορεί να λαμβάνει μέτρα προστασίας χωρίς να οφείλει να αναμένει να αποδειχθεί πλήρως το υπαρκτό των εν λόγω κινδύνων. Επιπλέον, το κράτος μέλος μπορεί να λαμβάνει μέτρα τα οποία περιορίζουν, στο μέτρο του δυνατού, κινδύνους για τη δημόσια υγεία, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται, ειδικότερα, ενδεχόμενος κίνδυνος για τον ασφαλή και με ποιοτικά εχέγγυα εφοδιασμό του πληθυσμού με φάρμακα.
· Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπογραμμισθεί ο όλως ιδιάζων χαρακτήρας των φαρμάκων, δεδομένου ότι οι θεραπευτικές ιδιότητες αυτών τα διαφοροποιούν ουσιαστικά από τα λοιπά προϊόντα. Οι θεραπευτικές αυτές ιδιότητες έχουν ως αποτέλεσμα ότι, σε περίπτωση που τα φάρμακα λαμβάνονται χωρίς λόγο ή κατά τρόπο μη σύμφωνο με τις οδηγίες, ενδέχεται να προκαλέσουν σοβαρή βλάβη της υγείας, χωρίς ο ασθενής να είναι σε θέση να το αντιληφθεί κατά τη χορήγηση των φαρμάκων.
· Επιπλέον, η υπερβολική λήψη φαρμάκων ή η λήψη φαρμάκων κατά τρόπο μη σύμφωνο με τις οδηγίες συνεπάγεται σπατάλη οικονομικών πόρων, η οποία είναι ακόμη πιο επιζήμια αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο φαρμακευτικός τομέας συνεπάγεται σημαντικά έξοδα και πρέπει να ανταποκρίνεται σε αυξανόμενες ανάγκες, ενώ οι διαθέσιμοι για την υγειονομική περίθαλψη οικονομικοί πόροι είναι πεπερασμένοι, ασχέτως του τρόπου χρηματοδοτήσεως. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι μεταξύ των οικονομικών αυτών πόρων και των κερδών των δραστηριοποιούμενων στον φαρμακευτικό τομέα επιχειρήσεων υπάρχει άμεση σχέση, διότι το κόστος των χορηγούμενων φαρμάκων καλύπτεται, στα περισσότερα κράτη μέλη, από τους οικείους οργανισμούς ασφαλίσεως κατά των ασθενειών.
· Ενόψει των κινδύνων αυτών για τη δημόσια υγεία και τη δημοσιονομική ισορροπία των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως, τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν στα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται η λιανική διανομή των φαρμάκων αυστηρές προϋποθέσεις όσον αφορά τον τρόπο διαθέσεώς τους στο εμπόριο και την επίτευξη κερδών.
· Ειδικότερα, τα κράτη μέλη μπορούν, κατ’ αρχήν, να αναθέτουν αποκλειστικά στους φαρμακοποιούς τη λιανική πώληση φαρμάκων, λόγω του ότι αυτοί πρέπει να παρέχουν ορισμένα εχέγγυα και λόγω του ότι πρέπει να είναι σε θέση να παρέχουν ορισμένες πληροφορίες στον καταναλωτή.
· Συναφώς, λαμβανομένης υπόψη της ελευθερίας που αναγνωρίζεται στα κράτη μέλη να αποφασίζουν για τον βαθμό προστασίας της δημόσιας υγείας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν όπως η διανομή των φαρμάκων γίνεται από φαρμακοποιούς που απολαύουν πραγματικής επαγγελματικής ανεξαρτησίας.
· Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να διακρίνονται τρεις κατηγορίες προσώπων που ενδέχεται να εκμεταλλεύονται φαρμακείο, ήτοι η κατηγορία των φυσικών προσώπων τα οποία έχουν την ιδιότητα του φαρμακοποιού, η κατηγορία των προσώπων που δραστηριοποιούνται στον τομέα των φαρμακευτικών προϊόντων ως παρασκευαστές ή χονδρέμποροι και η κατηγορία των προσώπων τα οποία δεν έχουν την ιδιότητα του φαρμακοποιού ούτε αναπτύσσουν κάποια δραστηριότητα στον εν λόγω τομέα.
· Όσον αφορά τον φορέα εκμεταλλεύσεως ο οποίος έχει την ιδιότητα του φαρμακοποιού, δεν αμφισβητείται ότι, όπως και τα λοιπά πρόσωπα, αποσκοπεί στην επίτευξη κέρδους. Εντούτοις, ως επαγγελματίας φαρμακοποιός θεωρείται ότι εκμεταλλεύεται το φαρμακείο όχι μόνο με σκοπό την επίτευξη κέρδους, αλλά και υπό μια επαγγελματική προοπτική. Στο πλαίσιο αυτό, το ατομικό του συμφέρον για την επίτευξη κέρδους μετριάζεται από την κατάρτιση και την επαγγελματική εμπειρία του, καθώς και από την ευθύνη που υπέχει, δεδομένου ότι ενδεχόμενη παράβαση των νομικών κανόνων ή των κανόνων δεοντολογίας θέτει σε κίνδυνο όχι μόνον την αξία της επενδύσεώς του, αλλά και την ίδια την επαγγελματική του υπόσταση.
· Σε αντίθεση προς τους φαρμακοποιούς, οι μη φαρμακοποιοί δεν έχουν, εξ ορισμού, κατάρτιση, εμπειρία και ευθύνη αντίστοιχη με εκείνη των φαρμακοποιών. Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι μη φαρμακοποιοί δεν παρέχουν τα ίδια εχέγγυα με τους φαρμακοποιούς.
· Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη, στο πλαίσιο του περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτουν, μπορούν να θεωρήσουν ότι η εκμετάλλευση φαρμακείων από μη φαρμακοποιούς, σε αντίθεση προς την εκμετάλλευση φαρμακείων από φαρμακοποιούς, ενδέχεται να αντιπροσωπεύει κίνδυνο για τη δημόσια υγεία και ειδικότερα για την ασφάλεια και την ποιότητα της λιανικής διανομής των φαρμάκων, δεδομένου ότι η επίτευξη κέρδους στο πλαίσιο αυτής της εκμεταλλεύσεως δεν αντισταθμίζεται από στοιχεία όπως εκείνα τα οποία χαρακτηρίζουν τη δραστηριότητα των φαρμακοποιών.
· Συνεπώς, από την νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν απαγορεύεται εθνική νομοθετική ρύθμιση, η οποία δεν επιτρέπει σε πρόσωπα τα οποία δεν έχουν την ιδιότητα του φαρμακοποιού να διατηρούν και να εκμεταλλεύονται φαρμακείο.
Με λίγα λόγια, τα κράτη -μέλη μπορούν να απαγορεύσουν νομοθετικά σε μη φαρμακοποιούς να διατηρούν και να εκμεταλλεύονται φαρμακείο, χωρίς αυτή η απαγόρευση να αντιτίθεται στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο και ειδικότερα στην αρχή της ελεύθερης διακίνησης και εγκατάστασης. Και αυτό γιατί ο φαρμακοποιός διαθέτει - σε αντίθεση με τον μη φαρμακοποιό - όλα τα εχέγγυα της ασφαλούς λειτουργίας και προστασίας της δημόσιας υγείας, αγαθό υπέρτερο από την ελεύθερη διακίνηση και εγκατάσταση των πολιτών σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
www.lexfortis.gr